-
1 громко
громко φωναχτά, δυνατά \громко говорить μιλώ φωναχτά* * *φωναχτά, δυνατάгро́мко говори́ть — μιλώ φωναχτά
-
2 протрещать
-щу, -щишьρ.σ.1. τρίζω.2. μιλώ, φωναχτά, δυνατά.3. τσιρίζω, κραυγάζω (για ένα χρον. διάστημα). -
3 читать
ρ.δ., μτχ. ενστ. читающий, παθ. μτχ. ενστ. читаемый, βρ: -таем, -а, -о παθ. μτχ. παρλθ. χρ. читанный, βρ: -тан, -а, -о.1. διαβάζω, αναγι(γ)νώσκω•читать газету διαβάζω εφημερίδα•
читать книгу διαβάζω το βιβλίο•
он не умеет читать αυτός δεν ξέρει να διαβάζει•
читать вслух διαβάζω φωναχτά•
читать по слогам διαβάζω συλλαβιστά•
читать про себя διαβάζω με το νου μου•
читать бегло διαβάζω ελεύθερα, φευγαλέα.
2. κατανοώ, καταλαβαίνω (παρατηρώντας σχήματα, σημάδια)•читать чертежи διαβάζω τα σχέδια•
читать ноты διαβάζω τις νότες.
3. διαγιγνώσκω, διαβλέπω, διορώ•читать мысли διαβάζω τις σκέψεις.
4. απαγγέλλω•читать стих απαγγέλλω ποίημα.
|| κηρύσσω• κάνω διάλεξη, μιλώ. || διδάσκω•он -ет в институте αυτός διδάσκει στο Ινστιτούτο.
εκφρ.читать наставления ή правоучния, нотации) – νουθετώ, συνετίζω, κατηχώ, διαβάζω, παραινώ.διαβάζομαι•надпись -ется с трудом η επιγραφή διαβάζεται με δυσκολία (είναι δυσανάγνωστη)•
роман –ется всеми το μυθιστόρημα διαβάζεται απ όλους•έχω διάθεση για διάβασμα•
мне что-то не -ется κάπως δεν έχω διάθεση για διάβασμα.
|| διαγιγνώσκομαι, διαφαίνομαι, διαβλεπομαι.
См. также в других словарях:
ψιθυρίζω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψιθυρίσδω Α 1. μιλώ χαμηλόφωνα, μουρμουρίζω (α. «τού ψιθύρισε κάτι στο αφτί και έφυγε» β. «βιῶναι μετὰ μειρακίων ἐν γωνίᾳ τριῶν ἢ τεττάρων ψιθυρίζοντα», Πλάτ.) 2. ηχώ μονότονα αρχ. 1. λέω χαμηλόφωνα κάτι που δεν τολμώ να πω… … Dictionary of Greek